κώδων

κώδων
κώδων, ωνος, ὁ ([dialect] Att. S.Aj.17, dub. in Ar.Pax1078),
A bell,

ὑπ' ἀσπίδος δὲ τῷ χαλκήλατοι κλάζουσι κ. φόνον A.Th.386

, cf. 399, E.Rh.308; χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς, i.e. a trumpet, S.l.c. (where Sch. expl. κώδων as τὸ πλατὺ τῆς σάλπιγγος, i.e. the mouth of the trumpet, cf. Ath.5.185a, Poll.2.203); carried on rounds of inspection to challenge sentries,

τοῦ κώδωνος πα ενεχθέντος Th.4.135

;

ἐφοδεύειν κώδωνι Plu.Arat.7

, cf. Luc.Merc.Cond.24, Sch.Ar.Av.843.
2 crier's bell, hence ταῦθ' οὗτος μόνον οὐ κώδωνας ἐξαψάμενος διαπράττεται 'is his own trumpeter', D.25.90: metaph., ἡ κ. ἀκαλανθίς (ὅτι λάλον τὸ ζῷον Sch.) Ar.Pax 1078 (perh. κύων is the true reading, v. App. Prov.1.12); cf. κρόταλον.
II = κωδύα, τῆς μήκωνος Dieuch. ap. Orib.4.6.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κώδων — bell masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

  • κωδώνοιν — κώδων bell masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδώνων — κώδων bell masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνα — κώδων bell masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνας — κώδων bell masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνες — κώδων bell masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνι — κώδων bell masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνος — κώδων bell masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωσι — κώδων bell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωσιν — κώδων bell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”